ναρκῶσα

ναρκῶσα
ναρκάω
grow stiff
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ναρκώνω — νάρκωσα, ναρκώθηκα, ναρκωμένος 1. μτβ., προκαλώ νάρκη, αναισθησία, μουδιάζω, μαργώνω: Τοννάρκωσαν πριν από την εγχείρηση. 2. προκαλώ τάση για ύπνο, λήθαργο, βύθισμα: Με νάρκωσε τούτη η ζέστη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ναρκώνω — ναρκώνω, νάρκωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”